ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

 

Πριν το 1821 υπήρχαν δύο οικισμοί :
1.      Ανατολικά του Αράχθου ο οικισμός Παλαιοχώρι ( Παλιό Χωριό ) στη θέση Αγία Κυριακή ( σήμερα ) και γύρωθεν του οικισμού οι τοποθεσίες : Πέσιμος, Χρυσοδόντι, Σιούρπα και Κριαριού.
2.      Δυτικά του Αράχθου υπήρχε ο οικισμός Νταμπίζιομπο στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν οι τοποθεσίες Άγιος Νικόλαος και Κορτσιάρι.
   Οι κάτοικοι αποχώρισαν από τους παραπάνω οικισμούς για διάφορες αιτίες. Για παράδειγμα από το Νταμπίζιομπο φύγανε διότι έγινε κατολίσθηση. Έξω από το  Παλαιοχώρι κάτω στο ποτάμι οι Τούρκοι έφτιαξαν μια γέφυρα για να  περνούν από εκεί και να πηγαίνουν στα βουνά. Η “Γέφυρα του Πατριάρχη”  όπως ονομαζόταν. Αφού περνούσαν τη γέφυρα έμπαιναν στον οικισμό. Εκεί λεηλατούσαν τον οικισμό, βίαζαν τις γυναίκες, έκλεβαν και έκαιγαν τα σπίτια των χωριανών.  Έτσι οι κάτοικοι μη αντέχοντας αυτή την κατάσταση αποφάσισαν να κόψουν τη γέφυρα. Έριξαν λοιπόν ξύδι σε όλο το μήκος της γέφυρας και η γέφυρα έπεσε. Αγανακτισμένοι έτσι όπως ήταν έφυγαν από εκεί και ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στον οικισμό “Γκρέκι” σε υψόμετρο 940 μέτρα, τη σημερινή Μεγάλη Γότιστα όπου συνεχίζουν να ζουν ως τις μέρες μας.
   Όταν εγκαταστάθηκαν όμως εκεί βρήκαν άλλα προβλήματα μπροστά τους. Ερχόταν κάτοικοι από τα γύρω χωριά και τους έκλεβαν το βιός τους. Το πιο μεγάλο πρόβλημα όμως το είχαν με τους κατοίκους του Δεματίου. Εκείνοι ερχόταν στο χωριό και εκτός του ότι έπαιρναν ζώα όταν έφευγαν έπαιρναν μαζί τους και γυναίκες χωρίς τη θέλησή τους , και τις παντρευόταν στο χωριό τους. Εκείνη την εποχή ήρθε στο χωριό κάποιος μεγάλος τσέλιγκας, με εκατοντάδες αιγοπρόβατα και ισχυρή οικονομική δύναμη. Οι χωριανοί τον υποδέχτηκαν με χαρά. Του παραχώρησαν όλα τα βοσκοτόπια τους και σαν αντάλλαγμα του ζήτησαν να τους βοηθήσει  να ξεπεράσουν το πρόβλημα με τους Δεματάτες. Κάποια μέρα που ήρθαν οι Δεματάτες να δημιουργήσουν τα σχετικά προβλήματα, ο τσέλιγκας τους κυνήγησε. Απέναντι από το ποτάμι στη θέση «Φωτιάνο» έπιασε και σκότωσε κάποιον και εκεί μπήκε το σύνορο  Δεμάτι- Γότιστα όπου υπάρχει μέχρι σήμερα. Έτσι τέλειωσε αυτή η ιστορία. Από τότε και πέρα όπως λέγεται καμία κοπέλα  από τη Γότιστα δεν έχει παντρευτεί στο Δεμάτι ούτε με τη θέλησή της. Αυτός ο τσέλιγκας όταν ήρθε στο χωριό είχε μαζί του και τους τσοπάνους του. Αυτοί οι άνθρωποι παντρεύτηκαν με κοπέλες από το χωριό και έκαναν εδώ τις οικογένειές τους. Από εκεί έμειναν και μερικά ονόματα που υπάρχουν ακόμη και σήμερα, όπως: Καραπάνος, Τσιάκαλος, Θώδης, Λεοντάρης.      
   Το χωριό είχε και το μοναδικό σχολαρχείο που υπήρχε στην γύρω περιοχή, από το οποίο διακρίθηκαν αρκετά σημαντικά άτομα που διέπρεψαν στην περιοχή.
   Από το χωριό μας υπήρχαν και αρκετοί οπλαρχηγοί.  Ένας από αυτούς ήταν ο οπλαρχηγός Λεωνίδας Παλάσκας, που ήταν οπλαρχηγός του Αλή - Πασά. Προς τιμή του ονομάστηκε ο ναύσταθμος Παλάσκας Λ. στον Σκαραμαγκά. Στο χωριό σώζεται το ετοιμόρροπο  σπίτι του και η αναπαλαιωμένη  βρύση όπου πότιζε τα άλογά του. Επίσης και στην έξοδο του Μεσολογγίου πήραν μέρος άτομα από το χωριό. Όπως οι: Τσανάκας, Βαρέλης.
Το χωριό σιγά-σιγά αναπτύχθηκε προς το καλύτερο και έγινε ένα από τα κεφαλοχώρια. Και σαν απόδειξη αυτού είναι το ότι υπήρχαν στο χωριό πολλοί Γύφτοι, οι οποίοι είχαν εδώ τις οικογένειές τους και ζούσαν εδώ μόνιμα. Ασχολούνταν  με διάφορες δουλειές όπως, έφτιαχναν τα αλέτρια, υπήρχαν πολλοί χαλκωματάδες οι οποίοι έφτιαχναν σκεύη από χαλκό. Πολλοί επίσης έπαιζαν και κάποιο μουσικό όργανο (κυρίως  κλαρίνο) και γι' αυτό αυτοί ήταν που έπαιζαν στα πανηγύρια του χωριού.
   Η ζωή ήταν καλή  και ήσυχη στο χωριό μέχρι τη στιγμή που ήρθαν οι Γερμανοί. Έκαψαν τα σπίτια και λεηλάτησαν  τα πάντα. Έτσι μερικοί αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό και να ξενιτευτούν. Άλλοι πήγαν στην Αμερική και άλλοι στη Γερμανία για να βρουν δουλειά.  Έτσι το χωριό άρχισε σιγά- σιγά να ερημώνει.
   Όσοι δεν έφυγαν στο εξωτερικό  πήγαν στην Αθήνα ή τα Γιάννενα  για να  βρουν δουλειά για να ζήσουν. Τώρα στο χωριό υπάρχουν κάπου 150 άτομα το χειμώνα. Αυτοί ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Είναι πολλοί λίγοι οι νέοι που έχουν απομείνει,  και οι περισσότεροι είναι γεροντάκια. Προσπαθούν να επιζήσουν με την πενιχρή τους σύνταξη. Το χωριό όσο περνάει ο καιρός όσο πάει και ερημώνει. Που είναι εκείνα τα χρόνια αναρωτιούνται οι γέροι. Που είναι εκείνο το πλήθος που έκανε το χωριό να σφύζει από ζωή και κόσμο. Παρά την ανέχεια και τα προβλήματα  που υπήρχαν τα γεροντάκια θυμούνται εκείνη την εποχή και λένε πως ήταν καλύτερα τότε.      

πηγή: Αρχείο Βίκυς Καραπάνου