Κάστρο Γραδετσίου

Ο καθηγητής αρχαιολογίας Σωτήριος Δάκαρης παραχώρησε κείμενό του στην Αδελφότητα σχετικό με τα αρχαιολογικά ευρήματα στο ύψωμα Γραδέτσι. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Λάκμος το 1988.

Στις βόρειες πλαγιές του Περιστερίου (Λάκμος) δεσπόζει η ασβεστολιθική σαμαρωτή ράχη, το Γραδέτσι, ύψους 1306 μ., προσιτή κυρίως από την ανατολική πλευρά. Η νότια και η δυτική είναι στο μεγαλύτερο μέρος απόκρημνες και η βόρεια ισχυρά απότομη. Ο περίβολος, που παρακολουθεί το φρύδι της ράχης. έχει μέγιστο μήκος 530 μ., πλάτος 125 – 220 μ., ανάπτυγμα 1350 μ., περικλείνει μια έκταση 8.15 εκτάρια. Το πάχος του τείχους ποικίλλει από 1.30 μ. στα απόκρημνα σημεία ως 2.00 – 2.20 μ. στα πιο βατά. Στη βόρεια πλευρά το αρχικό τείχος, πάχους 1.50 μ., διευρύνθηκε σε μια δεύτερη φάση με εσωτερική προσθήκη (2.40 μ.).

Το τείχος, χτισμένο με απελέκητα λιθάρια θρυμματισμένα, εξαιτίας της ποιότητας των λιθαριών και του παγετού που επικρατεί εκεί το χειμώνα, είναι σωριασμένο σε μια άμορφη μάζα λιθοσωρών. Το εσωτερικό του είναι γεμισμένο με μικρότερα λιθάρια. Ο περίβολος δεν έχει ούτε πύργους ούτε θλάσεις. Παρακολουθεί το φυσικό περίγραμμα του βράχου και γι αυτό η χάραξη είναι ακανόνιστη, όπως στο ΒΑ άκρο, όπου σχηματίζεται μια πυργοειδής προβολή, ο «Πύργος του Έλλεν», για να εκμεταλλευτεί τα αμυντικά πλεονεκτήματα του βράχου. Η μοναδική πύλη θα βρισκόταν στη βατή ανατολική πλευρά , εκεί όπου οδηγεί το σημερινό μονοπάτι. Στο σημείο αυτό οι δύο βραχίονες του τείχους δεν βρίσκονται στην ίδια γραμμή, αλλά αφήνουν μια στενή δίοδο μεταξύ τους.

Στο εσωτερικό δεσπόζουν οι δύο περιτειχισμένες κορυφές, που αποτελούν δύο ξεχωριστές ακροπόλεις. Η νότια, πιο απότομη, σύγχρονη με τον εξωτερικό περίβολο έχει μια πιθανή πύλη στη ΒΔ γωνία. Είναι επιμελέστερα κατασκευασμένη με μεγαλύτερα πολυγωνικά και ορθογώνια λιθάρια, που ενίοτε αφήνουν κενά μεταξύ τους (πάχος 2,10μ. ). Αργότερα η ακρόπολη αυτή επεκτάθηκε ανατολικά και ενισχύθηκε με δύο ορθογώνιους πύργους, για να προστατευθεί η αδύνατη νότια πλευρά του εξωτερικού περιβόλου. Τότε θα κατασκευάστηκε και το προστείχισμα για την ενίσχυση των δύο πυλών της ακρόπολης. Το τείχος εδώ έχει μεγάλα πολυγωνικά και τετράπλευρα λιθάρια, επιμελέστερα δουλεμένα με σφύρα ξεχονδρισμένα, που συχνά αφήνουν κενά μεταξύ τους. Το εσωτερικό είναι γεμισμένο με μικρότερα λιθάρια, όπως περίπου στα κυκλώπεια τείχη.

Στο εσωτερικό της ακρόπολης διατηρούνται λίγα λείψανα αρχαίων κτηρίων και μιας πιθανής δεξαμενής. Ο Βορειοδυτικός πύργος έχει πλευρές 1-60, 3.40, 3.20, 1.60 μ.

Η απέναντι βόρεια ακρόπολη (ύψομ. 1.306 μ.) αποχωρίζεται με ένα ευθύγραμμο διατείχισμα, πάχους 2.20 μ., με μια πύλη και ένα ορθογώνιο πύργο δεξιά της πύλης. Πιθανότερα το διατείχισμα είναι σύγχρονο με τη δεύτερη φάση της νότιας ακρόπολης. Στο εσωτερικό διατηρούνται πολλά ερείπια κτηρίων. Μερικά είναι καμπυλόσχημα, όπως τα κλασικά κτίσματα της Βίτσας άλλα ορθογώνια με δυο δωμάτια. Σ’ όλη την έκταση παρατηρούνται κεραμίδια στέγης και όστρακα άβαφα ελληνιστικών χρόνων. Δυτικά της πύλης, σε μια επίπεδη επιφάνεια, ένα πηγάδι ασφαλώς σε χρήση από τους αρχαίους χρόνους, προσφέρει αναψυχή με το κρύο κι ευχάριστο νερό.

Μερικά λείψανα από αρχαία κτήρια απαντούν και κάτω από το κάστρο, στους ανατολικούς πρόποδες, όπως και στις αντίστοιχες δυτικές υπώρειες της ράχης?επάνω από τη Γότιστα, όπου μια επίπεδη επιφάνεια με αραιά όστρακα και κεραμίδια στέγης φανερώνει ύπαρξη του οικισμού και έξω από το κάστρο. Ανατολικά του κάστρου δοκιμαστικές έρευνες έδειξαν την ύπαρξη μεταλλοφόρων στρωμάτων και παλιά ίχνη εκκαμινεύσεων. Από τη θέση αυτή προέρχονται μερικά νομίσματα, που χρονολογούνται από τον 4ο π.χ. αιώνα ως τους ύστερους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους. Η χρονολόγηση στους ελληνικούς χρόνους της βόρειας ακρόπολης με τον πύργο και της ανατολικής προσθήκης στη νότια ακρόπολη με τους δύο πύργους, όπως και του προτειχίσματος, είναι βέβαιη. Ο κύριος περίβολος και η αρχική νότια ακρόπολη είναι αρχαιότερες κατασκευές. Ωστόσο, η μορφή του περιβόλου το μικρό πάχος και η απουσία πύργων δεν μπορούν να ληφθούν ως στοιχεία χρονολόγησης. Οφείλονται στη μορφή του εδάφους, φυσικά οχυρού, και στη φύση του οικισμού σαφώς κτηνοτροφικού.

Πιθανότερα το τείχος είχε κατασκευαστεί ως τις αρχές του 3ου π.χ. αιώνα, όταν ο βασιλιάς Πύρρος ασχολήθηκε σοβαρά με την άμυνα της χώρας. Η θέση του οικισμού ήταν από τις πιο επίκαιρες ελέγχοντας τη μεγάλη διάβαση προς τη Θεσσαλία δια μέσου Μετσόβου – Ζυγού.

Το μέγεθος και η θέση του οικισμού, η φυσική και η τεχνική οχύρωση με τις δύο ακροπόλεις, κοντά σε μια περιοχή μεταλλοφόρα, με εκρηξιγενή πετρώματα (γρανιτόλιθοι τεφροπράσινοι), κάνουν φανερή τη σπουδαιότητα του μεγαλύτερου κτηνοτροφικού οικισμού της αρχαίας Ηπείρου, με τον οποίο μπορούν να συγκριθούν οι νεότεροι κτηνοτροφικοί οικισμοί του Μετσόβου και της Σαμαρίνας.

Πιθανόν στη θέση αυτή βρισκόταν η αρχαία (και προϊστορική) Τράμπυα, κοντά στα Βούνειμα που συνδέονται έμμεσα με την ομηρική παράδοση. Τη θέση των Βουνείμων πρέπει να αναζητήσουμε στους δύο γειτονικούς οικισμούς, στο Ανθοχώρι ή στο Βοτονόσι.