Παραδοσιακή ανδρική ενδυμασία

Η αντρική ενδυμασία στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας πέρασε από τρεις βασικές εναλλαγές, που καθεμιά κληρονόμησε στην άλλη ορισμένα ή περισσότερα γνωρίσματά της, ώσπου στο ελληνικό επικράτησε οριστικά πια η Φράγκικη ή Ευρωπαϊκή αντρική φορεσιά.

     Η πρώτη και παλιότερη ενδυμασία των αντρών στο τούρκικο αποτελούνταν από το αντερί, τη φλοκάτα και το φέσι. Το αντερί είδος ριχτού αντρικού φορέματος με μανίκια ήταν ανοιχτό μπροστά, αλλά κούμπωνε στο πλάι με μια ζάβα, όμοιο με το σημερινό μεσοφόρι των παπάδων. Μακρύ ως τα κότσια των ποδιών, γινόταν από μάλλινα υφάσματα για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι. Η φλοκάτα είδος μακριού πανωφοριού χωρίς μανίκια, χρώματος μαύρου ή άσπρου, γινόταν από σκουτί, μάλλινο χοντρό ύφασμα με φλόκια, δουλεμένο στον αργαλειό. Το φέσι, σαν το πρώτο υποχρεωτικό κάλυμμα της κεφαλής των αντρών στο τούρκικο, πέρασε με την ίδια ιδιότητα και στη δεύτερη βασική εναλλαγή της αντρικής αμφίεσης.
    Η λαϊκή αντρική ενδυμασία, που διαδέχτηκε την πρώτη παλιότερη αντρική φορεσιά, αποτελούνταν από εννιά κομμάτια, το φέσι, το πουκάμισο, το πισλί, τη φουστανέλα που αντικαταστάθηκε από το πουτούρι, το ντουλαμά, το γελέκι, το ζωνάρι, τις κάλτσες και τα τσαρούχια.
1. Το φέσι, κάλυμμα της κεφαλής των αντρών επί Τουρκοκρατίας, ψηλό και κυλινδρικό, χωρίς γύρο, ήταν φτιαγμένο από μάλλινο κόκκινο ύφασμα, είδος μαλακού χοντρού βελούδου της τσόχας. Με φούντα από μεταξωτό μαύρο νήμα ή χωρίς φούντα φοριόταν ή σεμνά όρθιο ή μάγκικα στραβά.
     Οι μεσόκαιροι κι οι γέροι, πέρα από το φέσι, φορούσαν κατά προτίμηση ή σκουφί από μαύρη τσόχα ή καλπάκι (στρογγυλό καπέλο από μάλλινο ύφασμα ή δερμα), από μαύρο αστραχάν, αλλά κι οι ξενιτεμένοι χωριανοί γύριζαν στο χωριό τους από τις Βαλκανικές χώρες φορώντας στο κεφάλι τους σουμπάρες, δηλ. δερμάτινες σκούφιες. Με την πτώση των Γιαννίνων στα 1913 σ' αντικατάσταση του μισητού φεσιού έκαναν σε λίγο την εμφάνισή τους, το λαϊκό κασκέτο, η αρχοντική ρεμπούμπλικα (είδος ανδρικού καπέλου από μαλακό καστόρι) κι η φιλελεύθερη τρίτσα (σκληρό ψάθινο καπέλο).
2. Το πουκάμισο, μακρύ ως λίγο πιο κάτω από τη μέση ήταν ή χειριδωτό, δηλ. με πολύ φαρδιά μανίκια, που στένευαν καθώς κατέληγαν στον καρπό του χεριού, όπου κούμπωναν στις μανσέτες μ' ένα κουμπί ή μια ζάβα, που το φορούσαν το χειμώνα ή κοντομάνικο που τα φαρδιά μανίκια του έπεφταν ελεύθερα ως κάτω από τον αγκώνα, που το φορούσαν το καλοκαίρι. Άσπρο, κάτασπρο, με χαμηλό γιακά, κούμπωνε μπροστά με μια σειρά κουμπιά ή ζάβες κι ήταν γενικά ή μεταξωτό ή συνήθως φτιαγμένο από χασέ. Το πουκάμισο που προοριζόταν για συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής φορεσιάς ήταν κεντημένο με άσπρες μεταξωτές οτρές στη λαιμαργιά και τα μανίκια. Το αντρικό πουκάμισο, καθώς μαθαίνουμε από τα προικοσύμφωνα, γινόταν επίσης από έτοιμο πανί ποικίλης προέλευσης, όπως από Γιαννιώτικο, Αμερικάνικο και Φραγκόπανο, δηλ. Ευρωπαϊκό πανί, που ήταν εκλεκτής ποιότητας. Υπήρχε ακόμα και το εγχώριο πουκάμισο, γνωστό με το όνομα χερίσιο, δηλ. φτιαγμένο με το χέρι στον αργαλειό, που ήταν για καθημερινή χρήση, μάλλινο για το χειμώνα, λινό για το καλοκαίρι.
 
3. Το πισλί ήταν είδος χονδρού χειμωνιάτικου ανδρικού εξωτερικού επενδυτή με χαμηλό γιακά, μακρύ μόλις ως τη μέση. Φτιαχνόταν από μάλλινο εγχώριο σκουτί, υφασμένο στον αργαλειό ή από ευρωπαϊκή τσόχα. Τα μανίκια του ράβονταν μόλις κατά το 1/5 από τη ραφή του ώμου, ακριβώς κάτω και πίσω από τη μασχάλη και κρέμονταν ελεύθερα πίσω στη ράχη σε σχήμα τριγώνου. Τα ριχτά προς τα πίσω μανίκια, γνωστά με το όνομα πισλιά, ονομάτησαν ολόκληρο τον επενδυτή πισλί. Το πισλί άσπρο ή γαλάζιο ήταν εσωτερικά ντουμπλαρισμένο και εξωτερικά κεντημένο με μεταξωτές μαύρες οτρές στα δυο φύλλα της μόστρας του, τα μανίκια και τη ράχη του σε ζικ-ζακ ή κοχλιωτά (σε σχήμα σαλιγκαριού) ή κολιαντίνας (σε σχήμα κρίκου αλυσίδας) σχέδια. Υπήρχε ακόμα και το ολοκέντητο πισλί, φοδραρισμένο από μέσα με εμπριμέ ύφασμα και καπλαντισμένο από έξω με κόκκινο λεπτό ύφασμα, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο κέντημα. Στο ολοκέντητο πισλί, πέρα από τα τρία σχέδια του κεντήματος που μνημονεύτηκαν, κυριαρχούσαν οι ρόδακες. Χωρίς κούμπωμα, φοριόταν ανοιχτό μπροστά για να φαίνονται από το άνοιγμά του και να προβάλονται, το κεντημένο γιλέκι ή το κεντημένο πουκάμισο, ανάλογα με τον τρόπο που κάθε φορά φοριόταν, δηλ. ή αμέσως πάνω από το πουκάμισο ή πάνω από το γελέκι.
 
4. Η φουστανέλα, είδος πολύπτυχης ανδρική φούστας, μακρυά παλιότερα ως κάτω από το γόνατο και στη συνέχεια κοντή ως πάνω από το γόνατο, ήταν φτιαγμένη από άσπρο, κάτασπρο χασέ. Μια κανονική φουστανέλα γινόταν απαραίτητα από 50 πήχεις πανί, φαρδύ 0,92μ, που πτυχωνόταν σε 400 δίπλες, τις λόξες, κατανεμημένες σε 50 σύνολα, τις μάνες. Στηριζόταν στη μέση με ένα περαστό κορδόνι, τη γνωστή βρακοζώνα. Παλιότερα ραβόταν στο πανωκόρμι και ονομαζόταν κορμοφουστανέλα.
    Τη φουστανέλα αντικατέστησε το πουτούρι, είδος παντελονιού στενού στα σκέλια και πλατιού στα οπίσθια. Το πουτούρι, κλειστό μπρος και πίσω, προσδενόταν στη μέση με μάλλινη βρακοζώνα. Μακρύ ως το κότσι του ποδιού, γινόταν από μάλλινη υφαντή συνήθως τσόχα, χρώματος άσπρου ή μαύρου και ραβόταν από ειδικούς ραφτάδες.
5. Ο ντουλαμάς, είδος κοντού χοντρού μανδύα ή χλαίνης με χαμηλό γιακά και πτυχές στη φούστα του, ήταν φτιαγμένος από μάλλινο εγχώριο σκουτί δουλεμένο στον αργαλειό. Παραλλαγή της φλοκάτας, είδος πανωφοριού της πρώτης και παλιότερης αντρικής ενδυμασίας, πέρασε με την ίδια ιδιότητα στη λαϊκή αντρική φορεσιά. Τα μανίκια του ράβονταν μόλις κατά το 1/5 από τη ραφή του ώμου ακριβώς κάτω και πίσω από τη μασχάλη και κρέμονταν ελεύθερα πίσω στη ράχη. Ο ντουλαμάς χρώματος μαύρου ή βαθυγάλαζου ήταν εσωτερικά ντουμπλαρισμένος κι εξωτερικά καπλαντισμένος με κόκκινο ή καφέ βελούδο στα φαρδιά πέτα του, που κατέληγε στην κορφή τους σε δοντάκια, στις λοξές τσέπες του, που κατέληγε επίσης στο άνοιγμά τους σε δοντάκια, στα μανίκια και πίσω στη μέση του με δύο μικρές λωρίδες. Ακόμα έξι κομμάτια πράσινου βελούδου, σε σχήμα φύλλου δέντρου, γαζωμένα δύο καταμεσής στα πέτα, δύο στην κορφή στα μανίκια και δύο κάτω χαμηλά στα μπροστινά φύλλα της φούστας, συμπλήρωναν το καπλάντισμά του. Εξάλλου ο ντουλαμάς ήταν κεντημένος με δύο σειρές σιρίτι, άσπρο έξω και χρυσό μέσα, στα πέτα, τα μανίκια, τις τσέπες και τον ποδόγυρο του και το αρμάτωμά του συμπληρωνόταν με μία σειρά ξύλινα ή πάνινα κουμπιά αραδιασμένα στα πέτα ολόγυρα σε σχήμα πετάλου, στις μανσέτες και πίσω στη μέση κατά μήκος των δύο μικρών βελούδινων λωρίδων. Επίσης κούμπωνε εσωτερικά μονάχα στο πανωκόρμι του με μια σειρά ζάβες ή με μια σειρά θηλιές σε πάνινα κουμπιά κι έφερνε στη μέση μπροστά μέσα και έξω για κούμπωμα από ένα μεγάλο πάνινο κουμπί.
    Πέρα από το ντουλαμά, που ήταν αποκλειστικό κομμάτι της λαϊκής αντρικής φορεσιάς, οι τσελιγκάδες φορούσαν το χειμώνα ή την άνοιξη στις ράχες και τα χαμηλώματα, όπου έβοσκαν τα ζωντανά τους, την κάπα ή το ταλαγάνι, για να προφυλάγονται από το κρύο, τη βροχή και το χιόνι. Η κάπα ήταν είδος ριχτού, βαριού ασήκωτου πανωφοριού χωρίς μανίκια. Μακριά ως τα κότσια των ποδιών φτιαχνόταν από χοντρό μάλλινο άγριο σκουτί, υφασμένο στον αργαλειό με τράγιο μαλλί, που στην επιφάνειά του αφήνονταν επίτηδες μακριές τρίχες, που έδιωχναν τη βροχή ή γλιστρούσαν το χιόνι. Η κάπα χρώματος μαύρου ή γκρίζου, στο φυσικό χρώμα του τραγίσιου μαλλιού, με χαμηλό γιακά, είχε συρραμμένη στον αυχένα του λαιμού της κατσούλα φτιαγμένη από το ίδιο ύφασμα για την προφύλαξη του κεφαλιού. Το ταλαγάνι ήταν κοντοκάπι, δηλ. είδος κοντού ελαφρύτερου πανωφοριού με μανίκια. Μακρύ ως το γόνατο, με λοξές τσέπες, φτιαχνόταν επίσης από χοντρό μάλλινο φίνο σκουτί, υφασμένο στον αργαλειό με γίδινο μαλλί. Το ταλαγάνι αφηνόταν επίσης στο φυσικό χρώμα του γιδίσιου μαλλιού και φοριόταν από τους τσελιγκάδες την άνοιξη για την προφύλαξή τους από τη βροχή.
 
6. Το γελέκι ή ιλέκι μακρύ μόλις μέχρι τη μέση, χωρίς μανίκια, ήταν ή μεταξωτό ή φτιαγμένο από ύφασμα εκλεκτής ποιότητας, γυαλιστερό, λεπτό κι ελαφρύ, μια που φοριόταν μονάχα την άνοιξη και το καλοκαίρι. Μονόχρωμο συνήθως σε χρώμα μπλε ή μαύρο ήταν ντουμπλαρισμένο εσωτερικά για να πέφτει καλύτερα και να μην ζαρώνει κι εξωτερικά κεντημένο στη λαιμαργιά και τα δύο φύλλα της μόστρας του, με χρυσές μεταξωτές οτρές σε ποικίλα σχέδια. Κούμπωνε μπροστά από τη λαιμαργιά ως την ούγια του, με δύο σειρές μεταλλικά ή μάλλινα κουμπιά. Είχε ακόμα ένα σωρό τσέπες, όπου οι άντρες φύλαγαν το ρολόι τους και μια σειρά από χρυσές ή ασημένιες καδένες, σε μια εξεζητημένη προσπάθεια επίδειξης πλούτου κι ευδοκίμησης στα ξένα. Φοριόταν πάνω από το πουκάμισο μαζί με το πισλί, που αφηνόταν επίτηδες ξεκούμπωτο για να προβάλλεται το γιλέκι. Το γιλέκι καλλωπιστικό κυρίως συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής φορεσιάς στο τουρκικό, πέρασε με την ίδια ιδιότητα στη Φράγκικη ή Ευρωπαϊκή αντρική ενδυμασία. Εξάλλου από τα προικοσύμφωνα πληροφορούμαστε πως το αντρικό γιλέκι γινόταν από ποικίλα υφάσματα, όπως από πέλο είδος βαμβακερού υφάσματος, από φανέλα είδος βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος και από ρούχο είδος χοντρού υφάσματος.
 
7. Το ζωνάρι ή ζωστάρι ήταν πρακτικό και συγχρόνως καλλωπιστικό εξάρτημα της αντρικής λαϊκής φορεσιάς. Διακρινόταν σε πλεκτό, υφασμάτινο και δερμάτινο. Το πλεκτό ζωνάρι πλεκόταν στο χέρι από τις γυναίκες κι ήταν συνήθως άσπρο με κρόσσια στις δύο άκρες του. Το υφασμάτινο υφαινόταν στον αργαλειό κι ήταν μεταξωτό ή μάλλινο ή βαμβακερό, άσπρο ή χρωματιστό, με κρόσσια επίσης στις δύο άκρες του. Το πλεκτό και το υφασμάτινο ζωνάρι ήταν μακρύ 4-5 μέτρα και φαρδύ ως δύο παλάμες. Περιζωνόταν στη μέση από άκρη σε άκρη πάνω από το πουκάμισο και τη φουστανέλα ή το πουτούρι. Το δερμάτινο ζωνάρι χρώματος μαύρου ή καφέ ήταν φαρδύ και κούμπωνε μπροστά με ένα τσοπλίδι (αγκράφα). Συχνά το υποκαταστούσε ή το σελάχι, δερμάτινο πολύπτυχο ζωστάρι, φαρδύ ως μιάμιση παλάμη, όπου ο άντρας φύλαγε απαραίτητα αντικείμενά του (όπως τις κουμπούρες του, το σουγιά, την καπνοσακούλα, τον πριόβολο, το καλαμάρι, το δεφτέρι και το χτένι του), ή το κεμέρι, δερμάτινο ζωστάρι, όπου ο άντρας φύλαγε τους παράδες του. Εξάλλου στα προικοσύμφωνα μνημονεύονται το υφασμάτινο ζωνάρι της Μάλτας και το καμηλίσιο ζωστάρι που ήταν φτιαγμένο από δέρμα καμήλας.
 
8. Οι αντρικές κάλτσες αποτελούνταν από τις πατούνες και τα καλάμια. Οι πατούνες ήταν χοντρές, χρώματος συνήθως μαύρου. Πλέκονταν στο χέρι με μάλλινο νήμα από τις γυναίκες. Έπιαναν την πατούσα του ποδιού κι έφταναν ως την άντσα του. Τα καλάμια ήταν μάλλινα λεπτά άσπρα και πλέκονταν επίσης στο χέρι από τις γυναίκες. Χωρίς λαπούδες (η πατούσα της κάλτσας), έπιαναν τα ποδάρια από τα κότσια ως χαμηλά στα σκέλια. Εφαρμοστά στις άντσες και τους μηρούς, προσδένονταν κάτω από το γόνατο με μαύρο γαϊτάνι ή μαύρη καλτσοδέτα, που έφερνε μια ή δύο μαύρες φούντες καμωμένες από μεταξωτό νήμα. Προσδένονταν ακόμα κάτω από την καμάρα τον ποδαριού με ένα σκαλοπάτι, δηλ. φαρδιά θηλιά. Το καλάμι ή λάστιχο φοριόταν πάνω από τις πατούνες, που τις σκέπαζε από το κότσι και πάνω.
9. Τα τσαρούχια, βασικό συμπλήρωμα της λαϊκής αντρικής ενδυμασίας, ήταν φτιαγμένα από κόκκινο λεπτό πρεσαριστό πετσί, γνωστό με το όνομα τελατίνι. Χωστά έπιαναν τα ποδάρια ως τα κότσια για να μη βγαίνουν, όταν μάλιστα ο άντρας χόρευε και πηδούσε. Ακόμα μονά, δηλ. χωρίς δεύτερο πάτο και χωρίς φτέρνες ήταν για αυτό ανάλαφρα και κατάλληλα για το χορό. Φανταχτερά στην εμφάνιση είχαν στην κορφή τον ανοίγματος ολόγυρα συρραμμένο ένα σιρίτι από λεπτό μαύρο λουστρίνι κεντημένο στο χέρι με άσπρο γαζί, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το μαύρο λουστρίνι. Οι μύτες τους γυριστές λίγο προς τα πάνω, έφερναν μαύρες πλούσιες φούντες από διαλεχτό μεταξωτό νήμα. Τις καθημερινές οι άντρες φορούσαν βέβαια τσαρούχια με διπλό πάτο και διπλές φτέρνες ενισχυμένα μάλιστα με πρόκες, που ήταν βαριά και ασήκωτα. Στο τουρκικό υπήρχαν πολλά καλά τσαρουχάδικα από τα οποία οι άντρες αγόραζαν τα τσαρούχια τους και στο ελληνικό προμηθεύονταν τα τσαρούχια τους έτοιμα ή κατόπιν παραγγελίας από τα ξακουστά τσαρουχάδικα των Γιαννίνων.
 
πηγή: αρχείο Σπυρίδωνα Νουσιάδη